- ἀνορεξίας
- ἀνορεξίᾱς , ἀνορεξίαwant of desirefem acc plἀνορεξίᾱς , ἀνορεξίαwant of desirefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… … Dictionary of Greek